- επαρύτω
- ἐπαρύτω (Α)χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek